Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σπεκουλάντης — ο, Ν κερδοσκόπος, μαυραγορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»] … Dictionary of Greek